- χιονοσκέπαστος
- η , ο[ν] , χιονοσκέπης ης, ες покрытый снегом, заснеженный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιονοσκέπαστος — η, ο, Ν χιονοσκεπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο σκέπαστος, συννεφο σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] … Dictionary of Greek
αγάννιφος — ἀγάννιφος, ον (Α) χιονοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαν + νίφα (= χιόνι)] … Dictionary of Greek
χιονοσκεπής — ές, Ν χιονοσκέπαστος, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. κισσο σκεπής, νεφελο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Γαβρ. Σοφοκλέους] … Dictionary of Greek